πρωτοκύμων

πρωτοκύμων
πρωτοκύμων
pregnant for the first time
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοκύμων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που για πρώτη φορά κυοφορεί («νεανίσκος ἔρωτος πρωτοκύμων οὐ δεῑται διδασκαλίας πρὸς τὸν τοκετόν», Αχιλλ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο, βλαστάρι»), πρβλ. πολυ κύμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”